οπόστος

οπόστος
ὁπόστος, -η, -ον (Α)
1. πόσος ως προς τον αριθμό, ως προς τη θέση που κατέχει σε μια αριθμητική σειρά («ὁπόστος εἰλήχει» — τί αριθμό είχε πετύχει με την κλήρωση, Πλάτ.)
2. φρ. «ὁπόστος εἰμὶ» ή «ὁπόστος γίγνομαι ἀπό τινος» — πόσες γενιές απέχω από κάποιον, σε ποια σειρά γενεάς ανήκω από την εποχή κάποιου («ὁπόστος ἐγένετο ἀφ' Ηρακλέους», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὁπόστος έχει σχηματιστεί από το θ. *yο- τής αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. πόστος* (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁπόστος — in what masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπόστον — ὁπόστος in what masc acc sg ὁπόστος in what neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποστοσοῦν — ὁπόστος in what indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπόστην — ὁπόστος in what fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οποστημόριος — ὁποστημόριος, ία, ον (Α) πόσου ή ποιού μέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόστος + μόριος (< μόρος < μείρομαι), πρβλ. πολλοστη μόριος] …   Dictionary of Greek

  • οποστοσούν — ὁποοτοσοῡν (Α) οποιασδήποτε τάξης ή σειράς κι αν είναι, όσος και αν είναι στη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόστος + οὖν (πρβλ. οιοσ ούν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”