- οπόστος
- ὁπόστος, -η, -ον (Α)1. πόσος ως προς τον αριθμό, ως προς τη θέση που κατέχει σε μια αριθμητική σειρά («ὁπόστος εἰλήχει» — τί αριθμό είχε πετύχει με την κλήρωση, Πλάτ.)2. φρ. «ὁπόστος εἰμὶ» ή «ὁπόστος γίγνομαι ἀπό τινος» — πόσες γενιές απέχω από κάποιον, σε ποια σειρά γενεάς ανήκω από την εποχή κάποιου («ὁπόστος ἐγένετο ἀφ' Ηρακλέους», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὁπόστος έχει σχηματιστεί από το θ. *yο- τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. πόστος* (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος)].
Dictionary of Greek. 2013.